- σιδερικό
- το, Ν1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικάυλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο4. φρ. «είναι φορτωμένος σιδερικά» — είναι πάνοπλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδερο + κατάλ. -ικός*].
Dictionary of Greek. 2013.